μπετονένιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μπετονένιος | η | μπετονένια | το | μπετονένιο |
γενική | του | μπετονένιου | της | μπετονένιας | του | μπετονένιου |
αιτιατική | τον | μπετονένιο | την | μπετονένια | το | μπετονένιο |
κλητική | μπετονένιε | μπετονένια | μπετονένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μπετονένιοι | οι | μπετονένιες | τα | μπετονένια |
γενική | των | μπετονένιων | των | μπετονένιων | των | μπετονένιων |
αιτιατική | τους | μπετονένιους | τις | μπετονένιες | τα | μπετονένια |
κλητική | μπετονένιοι | μπετονένιες | μπετονένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /be.toˈne.ɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπε‐το‐νέ‐νιος
Επίθετο
επεξεργασίαμπετονένιος
- φτιαγμένος από μπετόν
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπετονένιος
|
Πηγές
επεξεργασία- μπετονένιος — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)