Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μπετοσίδερο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
μπετοσίδερ
ο
τα
μπετοσίδερ
α
γενική
του
μπετοσίδερ
ου
των
μπετοσίδερ
ων
αιτιατική
το
μπετοσίδερ
ο
τα
μπετοσίδερ
α
κλητική
μπετοσίδερ
ο
μπετοσίδερ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μπετοσίδερο
<
μπετόν
+
-ο-
+
σίδερο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μπετοσίδερο
ουδέτερο
η
μπετόβεργα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μπετοσίδερο
→
δείτε
τη λέξη
μπετόβεργα