béton
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
béton | bétons |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
béton (fr) αρσενικό
- το μπετόν
- Il habite un immeuble fait de béton. - Κατοικεί σε ένα κτήριο από μπετόν.
- (κατ’ επέκταση) πόλη, ουρανοξύστης, κτήριο, το περιβάλλον μιας πόλης με μια έννοια καταπίεσης
- (οικείο, μεταφορικά) μιλώντας για τη σθεναρότητα, την αντοχή ή τη σκληρότητα ενός ανθρώπου ή αντικειμένου, γερός
- Un contrat en béton.
- Cet avocat, c'est du béton.
- Ce biscuit est tout sec, c'est du béton.