bétonneuse
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- bétonneuse < béton
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bétonneuse | bétonneuses |
bétonneuse (fr) θηλυκό
- (σπάνιο) η μπετονιέρα (μηχάνημα)
ενικός | πληθυντικός |
bétonneuse | bétonneuses |
bétonneuse (fr) θηλυκό