Ετυμολογία

επεξεργασία
bétonneur < béton

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό bétonneur bétonneurs
θηλυκό bétonneuse bétonneuses

bétonneur (fr)

  1. εργάτης που παρασκευάζει το μπετόν
  2. (κατ’ επέκταση) εταιρεία που παρασκευάζει το μπετόν

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη béton