Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στεγαστικός η στεγαστική το στεγαστικό
      γενική του στεγαστικού της στεγαστικής του στεγαστικού
    αιτιατική τον στεγαστικό τη στεγαστική το στεγαστικό
     κλητική στεγαστικέ στεγαστική στεγαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στεγαστικοί οι στεγαστικές τα στεγαστικά
      γενική των στεγαστικών των στεγαστικών των στεγαστικών
    αιτιατική τους στεγαστικούς τις στεγαστικές τα στεγαστικά
     κλητική στεγαστικοί στεγαστικές στεγαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

στεγαστικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

στεγαστικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία