ενικός         πληθυντικός  
home loan home loans

  Ετυμολογία

επεξεργασία
home loan < → δείτε τις λέξεις home και loan

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

home loan (en)

  • (ανεπίσημο) → δείτε τη λέξη mortgage
    ⮡  The home loan crisis in the US affected the entire world, including Europe.
    Η κρίση των ενυπόθηκων δανείων στις ΗΠΑ επηρέασε ολόκληρο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της Ευρώπης.
    ⮡  I took out a home loan to buy a house.
    Πήρα δάνειο για να αγοράσω ένα σπίτι.