loan
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
loan | loans |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαloan (en)
- το δάνειο, τα δανεικά
- ↪ an interest-free/interest-bearing loan - άτοκο/έντοκο δάνειο
- ↪ Are asking for a loan again?
- Πάλι δανεικά ζητάς;
ενικός | πληθυντικός |
loan | loans |
loan (en)