mortgage
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
mortgage | mortgages |
mortgage (en)
- η υποθήκη, η δέσμευση ακίνητης περιουσίας ως εγγύηση για την εξόφληση χρέους· το ενυπόθηκο δάνειο, το χρηματικό ποσό που δανείζομαι για ένα σπίτι
- ⮡ I paid off/cleared the mortgage.
- Εξάλειψα την υποθήκη.
- ⮡ The mortgage (loan) crisis in the US affected the entire world, including Europe.
- Η κρίση των ενυπόθηκων δανείων στις ΗΠΑ επηρέασε ολόκληρο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της Ευρώπης.
- ⮡ I took out a mortgage to buy a house.
- Πήρα δάνειο για να αγοράσω ένα σπίτι.
- ≋ ταυτόσημα: home loan (ανεπίσημο)
- ⮡ I paid off/cleared the mortgage.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | mortgage |
γ΄ ενικό ενεστώτα | mortgages |
αόριστος | mortgaged |
παθητική μετοχή | mortgaged |
ενεργητική μετοχή | mortgaging |
mortgage (en)
- υποθηκεύω, βάζω υποθήκη
- ⮡ He has mortgaged his house.
- Έχει υποθηκεύσει το σπίτι του.
- ⮡ I mortgaged our house to get the loan.
- Έβαλα υποθήκη το σπίτι μας για να πάρω το δάνειο.
- ⮡ He has mortgaged his house.