υποθηκεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υποθηκεύω υποθήκ(η) + -εύω, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική hypothéquer < hypothèque < αρχαία ελληνική ὑποθήκη) [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.po.θiˈce.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐θη‐κεύ‐ω
Ρήμα
επεξεργασίαυποθηκεύω, αόρ.: υποθήκευσα, παθ.φωνή: υποθηκεύομαι, π.αόρ.: υποθηκεύτηκα, μτχ.π.π.: υποθηκευμένος
- (νομικός όρος) βάζω υποθήκη (κυριολεκτικά και μεταφορικά)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις υποθήκη, υπό και θέτω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υποθηκεύω | υποθήκευα | θα υποθηκεύω | να υποθηκεύω | υποθηκεύοντας | |
β' ενικ. | υποθηκεύεις | υποθήκευες | θα υποθηκεύεις | να υποθηκεύεις | υποθήκευε | |
γ' ενικ. | υποθηκεύει | υποθήκευε | θα υποθηκεύει | να υποθηκεύει | ||
α' πληθ. | υποθηκεύουμε | υποθηκεύαμε | θα υποθηκεύουμε | να υποθηκεύουμε | ||
β' πληθ. | υποθηκεύετε | υποθηκεύατε | θα υποθηκεύετε | να υποθηκεύετε | υποθηκεύετε | |
γ' πληθ. | υποθηκεύουν(ε) | υποθήκευαν υποθηκεύαν(ε) |
θα υποθηκεύουν(ε) | να υποθηκεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υποθήκευσα | θα υποθηκεύσω | να υποθηκεύσω | υποθηκεύσει | ||
β' ενικ. | υποθήκευσες | θα υποθηκεύσεις | να υποθηκεύσεις | υποθήκευσε | ||
γ' ενικ. | υποθήκευσε | θα υποθηκεύσει | να υποθηκεύσει | |||
α' πληθ. | υποθηκεύσαμε | θα υποθηκεύσουμε | να υποθηκεύσουμε | |||
β' πληθ. | υποθηκεύσατε | θα υποθηκεύσετε | να υποθηκεύσετε | υποθηκεύστε | ||
γ' πληθ. | υποθήκευσαν υποθηκεύσαν(ε) |
θα υποθηκεύσουν(ε) | να υποθηκεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υποθηκεύσει | είχα υποθηκεύσει | θα έχω υποθηκεύσει | να έχω υποθηκεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις υποθηκεύσει | είχες υποθηκεύσει | θα έχεις υποθηκεύσει | να έχεις υποθηκεύσει | έχε υποθηκευμένο | |
γ' ενικ. | έχει υποθηκεύσει | είχε υποθηκεύσει | θα έχει υποθηκεύσει | να έχει υποθηκεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε υποθηκεύσει | είχαμε υποθηκεύσει | θα έχουμε υποθηκεύσει | να έχουμε υποθηκεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε υποθηκεύσει | είχατε υποθηκεύσει | θα έχετε υποθηκεύσει | να έχετε υποθηκεύσει | έχετε υποθηκευμένο | |
γ' πληθ. | έχουν υποθηκεύσει | είχαν υποθηκεύσει | θα έχουν υποθηκεύσει | να έχουν υποθηκεύσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) υποθηκευμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) υποθηκευμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) υποθηκευμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) υποθηκευμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υποθηκεύομαι | υποθηκευόμουν(α) | θα υποθηκεύομαι | να υποθηκεύομαι | ||
β' ενικ. | υποθηκεύεσαι | υποθηκευόσουν(α) | θα υποθηκεύεσαι | να υποθηκεύεσαι | ||
γ' ενικ. | υποθηκεύεται | υποθηκευόταν(ε) | θα υποθηκεύεται | να υποθηκεύεται | ||
α' πληθ. | υποθηκευόμαστε | υποθηκευόμαστε υποθηκευόμασταν |
θα υποθηκευόμαστε | να υποθηκευόμαστε | ||
β' πληθ. | υποθηκεύεστε | υποθηκευόσαστε υποθηκευόσασταν |
θα υποθηκεύεστε | να υποθηκεύεστε | (υποθηκεύεστε) | |
γ' πληθ. | υποθηκεύονται | υποθηκεύονταν υποθηκευόντουσαν |
θα υποθηκεύονται | να υποθηκεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υποθηκεύτηκα | θα υποθηκευτώ | να υποθηκευτώ | υποθηκευτεί | ||
β' ενικ. | υποθηκεύτηκες | θα υποθηκευτείς | να υποθηκευτείς | υποθηκεύσου | ||
γ' ενικ. | υποθηκεύτηκε | θα υποθηκευτεί | να υποθηκευτεί | |||
α' πληθ. | υποθηκευτήκαμε | θα υποθηκευτούμε | να υποθηκευτούμε | |||
β' πληθ. | υποθηκευτήκατε | θα υποθηκευτείτε | να υποθηκευτείτε | υποθηκευτείτε | ||
γ' πληθ. | υποθηκεύτηκαν υποθηκευτήκαν(ε) |
θα υποθηκευτούν(ε) | να υποθηκευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω υποθηκευτεί | είχα υποθηκευτεί | θα έχω υποθηκευτεί | να έχω υποθηκευτεί | υποθηκευμένος | |
β' ενικ. | έχεις υποθηκευτεί | είχες υποθηκευτεί | θα έχεις υποθηκευτεί | να έχεις υποθηκευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει υποθηκευτεί | είχε υποθηκευτεί | θα έχει υποθηκευτεί | να έχει υποθηκευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε υποθηκευτεί | είχαμε υποθηκευτεί | θα έχουμε υποθηκευτεί | να έχουμε υποθηκευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε υποθηκευτεί | είχατε υποθηκευτεί | θα έχετε υποθηκευτεί | να έχετε υποθηκευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν υποθηκευτεί | είχαν υποθηκευτεί | θα έχουν υποθηκευτεί | να έχουν υποθηκευτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι υποθηκευμένος - είμαστε, είστε, είναι υποθηκευμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν υποθηκευμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν υποθηκευμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι υποθηκευμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι υποθηκευμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι υποθηκευμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι υποθηκευμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ υποθηκεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας