υποθηκευμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υποθηκευμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου υποθηκεύω
Μετοχή
επεξεργασίαυποθηκευμένος, -η, -ο
- που έχει υποθηκευτεί, έχει μπει αμανάτι (μόνον για άψυχα ή αφηρημένες έννοιες, όχι για έμψυχα)
- υποθηκευμένο ακίνητο / υποθηκευμένη περιουσία / το υποθηκευμένο μέλλον των παιδιών μας