↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αμανάτι τα αμανάτια
      γενική του αμανατιού των αμανατιών
    αιτιατική το αμανάτι τα αμανάτια
     κλητική αμανάτι αμανάτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αμανάτι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική امانت (emânet) (τουρκική emanet) + < αραβική أمانات (ʾamānāt) πληθυντικός του أمانة (ʾamāna)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.maˈna.ti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐μα‐νά‐τι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αμανάτι ουδέτερο

  1. (παρωχημένο) παρακαταθήκη
  2. (παρωχημένο) ενέχυρο, υποθήκη
  3. (προφορικό, οικείο) για κάτι μάλλον ανεπιθύμητο που εγκαταλείφθηκε στην εποπτεία άλλων
    ⮡  Ο συγκάτοικός μου πήρε των ομματιών του και μου έμειναν αμανάτι τα βρωμοκατσαρολικά του.
  4. (οικείο) για κάποιον που έμεινε μόνος του
    ⮡  Εμένα μ' αφήσαν αμανάτι εδωπέρα κι αυτοί πήγανε εκδρομή.

Συνώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία