Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɡaʒ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
gage gages

gage (fr) αρσενικό

  1. (νομικός όρος) ενέχυρο
  2. η εγγύηση