Δείτε επίσης: ὑποθήκη, αποθήκη
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποθήκη οι υποθήκες
      γενική της υποθήκης των υποθηκών
    αιτιατική την υποθήκη τις υποθήκες
     κλητική υποθήκη υποθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

υποθήκη θηλυκό

  1. (νομικός όρος) δέσμευση ακίνητης περιουσίας ως εγγύηση για την εξόφληση χρέους
      έβαλα υποθήκη το σπίτι μας για να πάρω το δάνειο
  2. η συμβουλή ή παραίνεση και ιδιαίτερα οι συμβουλές που αφήνει ένας πατέρας στον γιο του ή ένας πολιτικός ηγέτης στο λαό του ύστερα από το θάνατο του
  3. (μεταφορικά) κάτι το οποίο θα έχει αρνητική εξέλιξη ή θα επηρεάσει αρνητικά το μέλλον
     δείτε και τη λέξη παρακαταθήκη

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία
  • βιβλίο υποθηκών: το βιβλίο στο οποίο γίνεται η επίσημη καταγραφή των υποθηκών

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία