↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υποθηκοφύλακας οι υποθηκοφύλακες
      γενική του υποθηκοφύλακα των υποθηκοφυλάκων
    αιτιατική τον υποθηκοφύλακα τους υποθηκοφύλακες
     κλητική υποθηκοφύλακα υποθηκοφύλακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υποθηκοφύλακας < (καθαρεύουσα) υποθηκοφύλαξ < υποθήκη + φύλαξ ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική conservateur des hypothèques). Συγχρονικά αναλύεται σε υποθήκ(η) + -ο- + -φύλακας.
Λέξη που πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1840 (Κουμανούδης Στέφανος, Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών, τ. Β, σελ. 1051)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υποθηκοφύλακας αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία