Ετυμολογία

επεξεργασία
conservateur < λατινική conservator

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
conservateur conservateurs

conservateur (fr) αρσενικό

  1. ο συντηρητικός
  2. (παρωχημένο) o φύλακας, o φρουρός στην υπηρεσία κάποιου
  3. (χημεία) το συντηρητικό (π.χ. για έναν χυμό)
  4. το τμήμα ενός ψυγείου όπου διατηρούνται για πολύ καιρό τα τρόφιμα, ο καταψύκτης

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό conservateur conservateurs
θηλυκό conservatrice conservatrices

conservateur (fr)

Συγγενικά

επεξεργασία