↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενυπόθηκος η ενυπόθηκη το ενυπόθηκο
      γενική του ενυπόθηκου της ενυπόθηκης του ενυπόθηκου
    αιτιατική τον ενυπόθηκο την ενυπόθηκη το ενυπόθηκο
     κλητική ενυπόθηκε ενυπόθηκη ενυπόθηκο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενυπόθηκοι οι ενυπόθηκες τα ενυπόθηκα
      γενική των ενυπόθηκων των ενυπόθηκων των ενυπόθηκων
    αιτιατική τους ενυπόθηκους τις ενυπόθηκες τα ενυπόθηκα
     κλητική ενυπόθηκοι ενυπόθηκες ενυπόθηκα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ενυπόθηκος < μεσαιωνική ελληνική ἐνυπόθηκος < αρχαία ελληνική ὑποθήκη < ὑποτίθημι < τίθημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰédʰeh₁- < *dʰeh₁- (2. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική hypothéqué)

  Επίθετο

επεξεργασία

ενυπόθηκος, -η, -ο

  1. που έχει εξασφαλιστεί ή επιβαρυνθεί με υποθήκη
     αντώνυμα: ανυπόθηκος
    Η κρίση των ενυπόθηκων δανείων στις ΗΠΑ επηρέασε ολόκληρο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της Ευρώπης. (*)
  2. (σπάνιο) υποθηκευμένος
    Αυτός λοιπόν, ο μέσος μισθωτός σκλάβος (τελικά εγώ ή εσείς) πιθανότατα θα κάνει αδιαμαρτύρητα τις πληρωτέες και απλήρωτες υπερωρίες του, γιατί πράγματι έχει να χάσει πολύ περισσότερα από τις αλυσίδες του: έχει να χάσει το ενυπόθηκο ακίνητό του, το ανεξόφλητο αυτοκίνητό του, τις πιστωτικές κάρτες του, το επίπεδο ζωής του, τη στοιχειώδη οργάνωση της καθημερινότητάς του. (*)
     αντώνυμα: ανυποθήκευτος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία