ενυπόθηκων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαενυπόθηκων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ενυπόθηκος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ενυπόθηκος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ενυπόθηκος
ενυπόθηκων