Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
guide guides

guide (en)

ενεστώτας guide
γ΄ ενικό ενεστώτα guides
αόριστος guided
παθητική μετοχή guided
ενεργητική μετοχή guiding

guide (en)

  • ξεναγώ
    ⮡  They guided us to the sights of the city.
    Mας ξενάγησαν στα αξιοθέατα της πόλης.



      ενικός         πληθυντικός  
guide guides

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

guide (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία