ξεναγώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεναγώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ξεναγῶ, συνηρημένος τύπος του ξεναγέω (οδηγώ ξένους, αρχική σημασία: είμαι αρχηγός μισθοφόρων) < ξεναγός [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kse.naˈɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐να‐γώ
- ομόηχο: ξεναγό
Ρήμα
επεξεργασίαξεναγώ, αόρ.: ξενάγησα, παθ.φωνή: ξεναγούμαι, π.αόρ.: ξεναγήθηκα, μτχ.π.π.: ξεναγημένος
- παρουσιάζω σε επισκέπτες ένα μέρος, περιγράφω την τοπολογία και ιστορία μιας περιοχής
- (μεταφορικά) εισάγω κάποιον σε έναν τομέα που δεν του είναι γνώριμος [2]
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις ξένος και άγω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεναγώ | ξεναγούσα | θα ξεναγώ | να ξεναγώ | ξεναγώντας | |
β' ενικ. | ξεναγείς | ξεναγούσες | θα ξεναγείς | να ξεναγείς | ||
γ' ενικ. | ξεναγεί | ξεναγούσε | θα ξεναγεί | να ξεναγεί | ||
α' πληθ. | ξεναγούμε | ξεναγούσαμε | θα ξεναγούμε | να ξεναγούμε | ||
β' πληθ. | ξεναγείτε | ξεναγούσατε | θα ξεναγείτε | να ξεναγείτε | ξεναγείτε | |
γ' πληθ. | ξεναγούν(ε) | ξεναγούσαν(ε) | θα ξεναγούν(ε) | να ξεναγούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξενάγησα | θα ξεναγήσω | να ξεναγήσω | ξεναγήσει | ||
β' ενικ. | ξενάγησες | θα ξεναγήσεις | να ξεναγήσεις | ξενάγησε | ||
γ' ενικ. | ξενάγησε | θα ξεναγήσει | να ξεναγήσει | |||
α' πληθ. | ξεναγήσαμε | θα ξεναγήσουμε | να ξεναγήσουμε | |||
β' πληθ. | ξεναγήσατε | θα ξεναγήσετε | να ξεναγήσετε | ξεναγήστε | ||
γ' πληθ. | ξενάγησαν ξεναγήσαν(ε) |
θα ξεναγήσουν(ε) | να ξεναγήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεναγήσει | είχα ξεναγήσει | θα έχω ξεναγήσει | να έχω ξεναγήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεναγήσει | είχες ξεναγήσει | θα έχεις ξεναγήσει | να έχεις ξεναγήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεναγήσει | είχε ξεναγήσει | θα έχει ξεναγήσει | να έχει ξεναγήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεναγήσει | είχαμε ξεναγήσει | θα έχουμε ξεναγήσει | να έχουμε ξεναγήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεναγήσει | είχατε ξεναγήσει | θα έχετε ξεναγήσει | να έχετε ξεναγήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεναγήσει | είχαν ξεναγήσει | θα έχουν ξεναγήσει | να έχουν ξεναγήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεναγούμαι | ξεναγούμουν | θα ξεναγούμαι | να ξεναγούμαι | ξεναγούμενος | |
β' ενικ. | ξεναγείσαι | ξεναγούσουν | θα ξεναγείσαι | να ξεναγείσαι | ||
γ' ενικ. | ξεναγείται | ξεναγούνταν | θα ξεναγείται | να ξεναγείται | ||
α' πληθ. | ξεναγούμαστε | ξεναγούμασταν ξεναγούμαστε |
θα ξεναγούμαστε | να ξεναγούμαστε | ||
β' πληθ. | ξεναγείστε | ξεναγούσασταν ξεναγούσαστε |
θα ξεναγείστε | να ξεναγείστε | ξεναγείστε | |
γ' πληθ. | ξεναγούνται | ξεναγούνταν | θα ξεναγούνται | να ξεναγούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεναγήθηκα | θα ξεναγηθώ | να ξεναγηθώ | ξεναγηθεί | ||
β' ενικ. | ξεναγήθηκες | θα ξεναγηθείς | να ξεναγηθείς | ξεναγήσου | ||
γ' ενικ. | ξεναγήθηκε | θα ξεναγηθεί | να ξεναγηθεί | |||
α' πληθ. | ξεναγηθήκαμε | θα ξεναγηθούμε | να ξεναγηθούμε | |||
β' πληθ. | ξεναγηθήκατε | θα ξεναγηθείτε | να ξεναγηθείτε | ξεναγηθείτε | ||
γ' πληθ. | ξεναγήθηκαν ξεναγηθήκαν(ε) |
θα ξεναγηθούν(ε) | να ξεναγηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ξεναγηθεί | είχα ξεναγηθεί | θα έχω ξεναγηθεί | να έχω ξεναγηθεί | ξεναγημένος | |
β' ενικ. | έχεις ξεναγηθεί | είχες ξεναγηθεί | θα έχεις ξεναγηθεί | να έχεις ξεναγηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ξεναγηθεί | είχε ξεναγηθεί | θα έχει ξεναγηθεί | να έχει ξεναγηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεναγηθεί | είχαμε ξεναγηθεί | θα έχουμε ξεναγηθεί | να έχουμε ξεναγηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ξεναγηθεί | είχατε ξεναγηθεί | θα έχετε ξεναγηθεί | να έχετε ξεναγηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεναγηθεί | είχαν ξεναγηθεί | θα έχουν ξεναγηθεί | να έχουν ξεναγηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ξεναγημένος - είμαστε, είστε, είναι ξεναγημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ξεναγημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ξεναγημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ξεναγημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ξεναγημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ξεναγημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ξεναγημένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ξεναγώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ξεναγώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)