↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεναγούμενος η ξεναγούμενη το ξεναγούμενο
      γενική του ξεναγούμενου της ξεναγούμενης του ξεναγούμενου
    αιτιατική τον ξεναγούμενο την ξεναγούμενη το ξεναγούμενο
     κλητική ξεναγούμενε ξεναγούμενη ξεναγούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεναγούμενοι οι ξεναγούμενες τα ξεναγούμενα
      γενική των ξεναγούμενων των ξεναγούμενων των ξεναγούμενων
    αιτιατική τους ξεναγούμενους τις ξεναγούμενες τα ξεναγούμενα
     κλητική ξεναγούμενοι ξεναγούμενες ξεναγούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεναγούμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ξεναγούμενος → δείτε -ούμενος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kse.naˈɣu.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξε‐να‐γού‐με‐νος

ξεναγούμενος, -η, -ος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ξεναγούμενος ξεναγουμένη τὸ ξεναγούμενον
      γενική τοῦ ξεναγουμένου τῆς ξεναγουμένης τοῦ ξεναγουμένου
      δοτική τῷ ξεναγουμέν τῇ ξεναγουμέν τῷ ξεναγουμέν
    αιτιατική τὸν ξεναγούμενον τὴν ξεναγουμένην τὸ ξεναγούμενον
     κλητική ! ξεναγούμενε ξεναγουμένη ξεναγούμενον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ξεναγούμενοι αἱ ξεναγούμεναι τὰ ξεναγούμεν
      γενική τῶν ξεναγουμένων τῶν ξεναγουμένων τῶν ξεναγουμένων
      δοτική τοῖς ξεναγουμένοις ταῖς ξεναγουμέναις τοῖς ξεναγουμένοις
    αιτιατική τοὺς ξεναγουμένους τὰς ξεναγουμένᾱς τὰ ξεναγούμεν
     κλητική ! ξεναγούμενοι ξεναγούμεναι ξεναγούμεν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ξεναγουμένω τὼ ξεναγουμέν τὼ ξεναγουμένω
      γεν-δοτ τοῖν ξεναγουμένοιν τοῖν ξεναγουμέναιν τοῖν ξεναγουμένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυόμενος' όπως «λυόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ξεναγούμενος, -η, -ον