ξεναγούμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεναγούμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ξεναγούμενος → δείτε -ούμενος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kse.naˈɣu.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐να‐γού‐με‐νος
Μετοχή
επεξεργασίαξεναγούμενος, -η, -ος
- μετοχή παθητικού ενεστώτα (ξεναγούμαι) του ξεναγώ
- ⮡ Οι ξεναγούμενοι στην Ακρόπολη δεν επιτρέπεται να αγγίζουν τίποτα, αλλά οι φρουροί κάθονται με σκαμπό και μαξιλαράκια μέσα στα αρχαία
Συγγενικά
επεξεργασία- ξεναγημένος
- → δείτε τη λέξη ξεναγώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεναγούμενος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαξεναγούμενος, -η, -ον
- μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα (ξεναγοῦμαι) του ξεναγῶ / ξεναγέω
Πηγές
επεξεργασία- ξεναγέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.