Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεναγέω < ξεναγός < ξένος + ἄγω ή ἡγέομαι

ξεναγέω

  1. είμαι επικεφαλής επικουρικών ή μισθοφορικών στρατευμάτων
    πρὸς δὲ τούτοις οὗ Ἡριππίδας ἐξενάγει ξενικοῦ, ἔτι δὲ οἱ ἀπὸ τῶν ἐν τῇ Ἀσίᾳ πόλεων Ἑλληνίδων, καὶ ἀπὸ τῶν ἐν τῇ Εὐρώπῃ ὅσας διιὼν παρέλαβεν (Ξενοφ. Ελλην. 4.3.15) : και μαζί με αυτούς ήταν και ο Ηριππίδας, επικεφαλής των ξένων στρατευμάτων, καθώς και εκείνοι από τις ελληνικές πόλεις της Ασίας αλλά και της Ευρώπης τους οποίους έφερε μαζί καθώς περνουσε απο εκείνες
  2. οδηγώ ξένους στα αξιοθέατα, ξεναγώ με τη σημερινή έννοια
    ... ὥστε ἄριστά σοι ἐξενάγηται, ὦ φίλε Φαῖδρε. Φαῖδρος: σὺ δέ γε, ὦ θαυμάσιε, ἀτοπώτατός τις φαίνῃ. ἀτεχνῶς γάρ, ὃ λέγεις, ξεναγουμένῳ τινὶ καὶ οὐκ ἐπιχωρίῳ (Πλατ. Φαῖδρος 230c ή ξ): με ξενάγησες άριστα λοιπόν, φίλε Φαίδρε. Φαίδρος: κι εσύ θαυμάσιε (Σωκράτη) φαίνεσαι πόσο ιδιαίτερα ξεχωριστός είσαι, γιατί έτσι όπως μιλάς μοιάζεις με άνθρωπο που ξεναγείται κι όχι με ντόπιο

Συγγενικά

επεξεργασία