χειραγωγός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χειραγωγός < (ελληνιστική κοινή) χειραγωγός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχειραγωγός αρσενικό
- (παρωχημένο) αυτός που καθοδηγεί κάποιον κρατώντας τον από το χέρι, π.χ. έναν τυφλό, ο οδηγός τυφλών
- ο καθοδηγητής, που οδηγεί κάποιον πιθανόν με καλή πρόθεση, αλλά και που τον κατευθύνει εκεί που θέλει και τον μανιπουλάρει, τον κάνει "ό,τι θέλει" εκμεταλλευόμενος τον καθοδηγητικό του ρόλο
- (ναυτ.) σχοινί που κρέμεται στα πλαϊνά του πλοίου για να σκαρφαλώνουν οι ναυτικοί όταν χρειάζεται ή επικουρικά για να διευκολυνθούν να επιβιβαστούν και να αποβιβαστούν από την μικρή λέμβο (την σωσίβια λέμβο), η βαρδαμάνα ή βαρδατζέντα
- σχοινί που χρησίμευε παλιότερα όταν οι ναύτες σκαρφάλωναν ψηλά στις κεραίες για να αποδώσουν τιμές και έπρεπε από κάπου να κρατιώνται
- σχοινί που χρησιμεύει ως χειρολαβή σε πρόχειρες στενές γέφυρες, ώστε να πιάνονται από κάπου εκείνοι που τις διασχίζουν
- μεταλλικός ή ξύλινος σωλήνας σε σκάλα σπιτιού, χειρολαβή
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχειραγωγός αρσενικό ή θηλυκό
- ελληνιστική λέξη, για κάποιον που παίρνει έναν ανήμπορο από το χέρι και τον καθοδηγεί χωρίς όμως απαραιτήτως να ξέρει κι αυτός που πάει
- ... ἂν ἐχρῶντο συμβούλοις καὶ στρατηγοῖς καὶ νομοθέταις ὥσπερ τυφλοῖς χειραγωγοῖς, οὐδ᾽ ἂν ἐζήλουν ἔργα καὶ πράξεις καὶ λόγους
- που κινεί τα νήματα χωρίς να το ξέρουμε
- τοῦ βίου τυφλὴ χειραγωγός η Τύχη