Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μανιπουλάρω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Δείτε επίσης
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
μανιπουλάρω
<
manipulate
Ρήμα
επεξεργασία
μανιπουλάρω
(
λαϊκότροπο
)
ξενόφερτο
ρήμα που αντικαθιστά συχνά στον προφορικό λόγο το
χειραγωγώ
Δείτε επίσης
επεξεργασία
χειραγωγώ