άψυχα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- άψυχα < άψυχος
Επίρρημα
επεξεργασία
άψυχα
- με τρόπο που δείχνει να μην υπάρχει σθένος και θέληση και δύναμη, ξεψυχισμένα, άτονα, χλιαρά, τυπικά, χωρίς καμία ζέση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
άψυχα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
άψυχα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του άψυχο