υποθηκεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.po.θiˈce.vo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐θη‐κεύ‐ο‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίαυποθηκεύομαι, π.αόρ.: υποθηκεύτηκα, μτχ.π.π.: υποθηκευμένος, (ενεργ.: υποθηκεύω)
- παθητική φωνή του ρήματος υποθηκεύω → δείτε και την κλίση