housing
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαhousing (en)
- (μη μετρήσιμο) η κατοικία, η στέγη, σπίτια, διαμερίσματα κτλ. στα οποία κατοικούν οι άνθρωποι, ειδικά όταν αναφερόμαστε στον τύπο, την τιμή ή την κατάστασή τους
- ⮡ They are freezing housing rents from tomorrow.
- Παγώνουν από αύριο τα ενοίκια κατοικιών.
- ⮡ the housing problem - το πρόβλημα στέγης
- ⮡ They are freezing housing rents from tomorrow.
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαhousing (en)