roof
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
roof | roofs |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαroof (en)
- η στέγη, η σκεπή, για κτίριο ή όχημα
- ⮡ The helicopter landed on the roof of the building.
- Το ελικόπτερο προσγειώθηκε στη στέγη του κτιρίου.
- ⮡ The helicopter landed on the roof of the building.