Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οροπέδιο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Συνώνυμα
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
οροπέδι
ο
τα
οροπέδι
α
γενική
του
οροπεδί
ου
&
οροπέδι
ου
των
οροπεδί
ων
αιτιατική
το
οροπέδι
ο
τα
οροπέδι
α
κλητική
οροπέδι
ο
οροπέδι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
πανοραμική άποψη του
οροπεδίου
Λασιθίου
Ετυμολογία
επεξεργασία
οροπέδιο
<
ελληνιστική
ὀροπέδιον
<
ὄρος
+
πεδίον
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
o.ɾoˈpe.ði.o
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
οροπέδιο
ουδέτερο
(
γεωγραφία
)
πεδιάδα
σε μεγάλο υψόμετρο
Συνώνυμα
επεξεργασία
υψίπεδο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οροπέδιο
αγγλικά
:
tableland
(en)
γαλλικά
:
plateau
(fr)