πεδίον
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | πεδίον | τὰ | πεδίᾰ |
γενική | τοῦ | πεδίου | τῶν | πεδίων |
δοτική | τῷ | πεδίῳ | τοῖς | πεδίοις |
αιτιατική | τὸ | πεδίον | τὰ | πεδίᾰ |
κλητική ὦ! | πεδίον | πεδίᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πεδίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πεδίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πεδίον ουδέτερο
- πεδιάδα, ανοιχτός χώρος
Παράγωγα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη πέδον
Πηγές επεξεργασία
- πεδίον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πεδίον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.