• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

επίστεγο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επίστεγο τα επίστεγα
      γενική του επίστεγου των επίστεγων
    αιτιατική το επίστεγο τα επίστεγα
     κλητική επίστεγο επίστεγα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
επίστεγο < επί- + στέγη (στέγασμα)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

επίστεγο ουδέτερο

  1. το τελευταίο τμήμα, ή υπερκείμενο μεγάλου στεγάσματος
  2. (ναυτικός όρος, ναυπηγικός όρος) η πρυμναία υπερκατασκευή πλοίου
    χαρακτηριστικό το επίστεγο που φέρουν τα σύγχρονα δεξαμενόπλοια και φορτηγά πλοία
    ≈ συνώνυμα:: κάσαρο ή κασαρί

Συγγενικά

επεξεργασία
  • πρόστεγο
  • μεσόστεγο
  • υπόστεγο
  • υπόφραγμα

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    επίστεγο
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=επίστεγο&oldid=5568340"
Τελευταία επεξεργασία στις 18 Ιουνίου 2022, στις 11:41

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 18 Ιουνίου 2022, στις 11:41. Page was rendered with Parsoid.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας