αστέγαστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αστέγαστος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίααστέγαστος, -η, -ο
- (για κτίσματα) ο χωρίς στέγη, ασκέπαστος
- που δεν έχει σπίτι, ανέστιος
Μεταφράσεις
επεξεργασία αστέγαστος
|
αστέγαστος, -η, -ο
|