↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αστέγαστος η αστέγαστη το αστέγαστο
      γενική του αστέγαστου της αστέγαστης του αστέγαστου
    αιτιατική τον αστέγαστο την αστέγαστη το αστέγαστο
     κλητική αστέγαστε αστέγαστη αστέγαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αστέγαστοι οι αστέγαστες τα αστέγαστα
      γενική των αστέγαστων των αστέγαστων των αστέγαστων
    αιτιατική τους αστέγαστους τις αστέγαστες τα αστέγαστα
     κλητική αστέγαστοι αστέγαστες αστέγαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αστέγαστος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

αστέγαστος, -η, -ο

  1. (για κτίσματα) ο χωρίς στέγη, ασκέπαστος
  2. που δεν έχει σπίτι, ανέστιος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία