ανέστιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανέστιος < αρχαία ελληνική ἀνέστιος < ἀν- στερητικό + ἑστία
Επίθετο
επεξεργασίαανέστιος, -α, -ο
- που είναι χωρίς σπίτι (εστία), ο άστεγος
- Kατήντησα σχεδόν ανέστιος και πένης. (Κ.Π. Καβάφης, "Ας φρόντιζαν")
- ≈ συνώνυμα: άσπιτος, αστέγαστος, άστεγος
- που είναι χωρίς μόνιμη διαμονή, ο περιπλανώμενος
- αυτός που δεν έχει πατρίδα και έδαφος να επιστρέψει, ο λαός χωρίς κράτος