Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανέστιος < αρχαία ελληνική ἀνέστιος < ἀν- στερητικό + ἑστία

  Επίθετο επεξεργασία

ανέστιος, -α, -ο

  1. που είναι χωρίς σπίτι (εστία), ο άστεγος
    Kατήντησα σχεδόν ανέστιος και πένης. (Κ.Π. Καβάφης, "Ας φρόντιζαν")
     συνώνυμα: άσπιτος, αστέγαστος, άστεγος
  2. που είναι χωρίς μόνιμη διαμονή, ο περιπλανώμενος
  3. αυτός που δεν έχει πατρίδα και έδαφος να επιστρέψει, ο λαός χωρίς κράτος

  Μεταφράσεις επεξεργασία