άσπιτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άσπιτος | η | άσπιτη | το | άσπιτο |
γενική | του | άσπιτου | της | άσπιτης | του | άσπιτου |
αιτιατική | τον | άσπιτο | την | άσπιτη | το | άσπιτο |
κλητική | άσπιτε | άσπιτη | άσπιτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άσπιτοι | οι | άσπιτες | τα | άσπιτα |
γενική | των | άσπιτων | των | άσπιτων | των | άσπιτων |
αιτιατική | τους | άσπιτους | τις | άσπιτες | τα | άσπιτα |
κλητική | άσπιτοι | άσπιτες | άσπιτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈa.spi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐σπι‐τος
Επίθετο
επεξεργασίαάσπιτος, -η, -ο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία άσπιτος
|