Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξεσπιτωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Άλλες μορφές
1.1.2
Αντώνυμα
1.1.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ξεσπιτωμέν
ος
η
ξεσπιτωμέν
η
το
ξεσπιτωμέν
ο
γενική
του
ξεσπιτωμέν
ου
της
ξεσπιτωμέν
ης
του
ξεσπιτωμέν
ου
αιτιατική
τον
ξεσπιτωμέν
ο
την
ξεσπιτωμέν
η
το
ξεσπιτωμέν
ο
κλητική
ξεσπιτωμέν
ε
ξεσπιτωμέν
η
ξεσπιτωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ξεσπιτωμέν
οι
οι
ξεσπιτωμέν
ες
τα
ξεσπιτωμέν
α
γενική
των
ξεσπιτωμέν
ων
των
ξεσπιτωμέν
ων
των
ξεσπιτωμέν
ων
αιτιατική
τους
ξεσπιτωμέν
ους
τις
ξεσπιτωμέν
ες
τα
ξεσπιτωμέν
α
κλητική
ξεσπιτωμέν
οι
ξεσπιτωμέν
ες
ξεσπιτωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
ξεσπιτωμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
ξεσπιτώνω
Άλλες μορφές
επεξεργασία
ξεσπίτωτος
Αντώνυμα
επεξεργασία
σπιτωμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξεσπιτωμένος