ξεσπιτώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξεσπιτώνω
- βγάζω κάποιον από το σπίτι του, κάνοντας κατάσχεση σε αυτό ή με άλλους τρόπους, διώχνω κάποιον από κάποιον την κατοικία του
- ※ Συμπόνια και λύπη για τη γυναίκα που ξεσπιτώθηκε δυο φορές απ' τους Τούρκους και μια τρίτη απ' τη μητριά των αγοριών της (Ιφιγένεια Θεοδώρου, Η γεύση της ερήμου, εκδ. Πατάκης, 2016)
- ※ Μπορεί να ξεσπιτώθηκε τὸ χωριὸ ἀπό καμμιὰ ληψυδρία γιατὶ ὅπως δείχνει καὶ τὸ ὄνομά του θὰ ὑδρευότανε ἀπὸ πηγάδια ποὺ μπορεῖ κάποτε νὰ στέρεψαν (Λέων Παπακωνσταντίνου, Η Ευβοϊκή Μεσσαπία: χώρος, κάτοικοι, αγώνες, πολιτισμός, 1971, σελ 220)
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεσπιτώνω | ξεσπίτωνα | θα ξεσπιτώνω | να ξεσπιτώνω | ξεσπιτώνοντας | |
β' ενικ. | ξεσπιτώνεις | ξεσπίτωνες | θα ξεσπιτώνεις | να ξεσπιτώνεις | ξεσπίτωνε | |
γ' ενικ. | ξεσπιτώνει | ξεσπίτωνε | θα ξεσπιτώνει | να ξεσπιτώνει | ||
α' πληθ. | ξεσπιτώνουμε | ξεσπιτώναμε | θα ξεσπιτώνουμε | να ξεσπιτώνουμε | ||
β' πληθ. | ξεσπιτώνετε | ξεσπιτώνατε | θα ξεσπιτώνετε | να ξεσπιτώνετε | ξεσπιτώνετε | |
γ' πληθ. | ξεσπιτώνουν(ε) | ξεσπίτωναν ξεσπιτώναν(ε) |
θα ξεσπιτώνουν(ε) | να ξεσπιτώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεσπίτωσα | θα ξεσπιτώσω | να ξεσπιτώσω | ξεσπιτώσει | ||
β' ενικ. | ξεσπίτωσες | θα ξεσπιτώσεις | να ξεσπιτώσεις | ξεσπίτωσε | ||
γ' ενικ. | ξεσπίτωσε | θα ξεσπιτώσει | να ξεσπιτώσει | |||
α' πληθ. | ξεσπιτώσαμε | θα ξεσπιτώσουμε | να ξεσπιτώσουμε | |||
β' πληθ. | ξεσπιτώσατε | θα ξεσπιτώσετε | να ξεσπιτώσετε | ξεσπιτώστε | ||
γ' πληθ. | ξεσπίτωσαν ξεσπιτώσαν(ε) |
θα ξεσπιτώσουν(ε) | να ξεσπιτώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεσπιτώσει | είχα ξεσπιτώσει | θα έχω ξεσπιτώσει | να έχω ξεσπιτώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεσπιτώσει | είχες ξεσπιτώσει | θα έχεις ξεσπιτώσει | να έχεις ξεσπιτώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεσπιτώσει | είχε ξεσπιτώσει | θα έχει ξεσπιτώσει | να έχει ξεσπιτώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεσπιτώσει | είχαμε ξεσπιτώσει | θα έχουμε ξεσπιτώσει | να έχουμε ξεσπιτώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεσπιτώσει | είχατε ξεσπιτώσει | θα έχετε ξεσπιτώσει | να έχετε ξεσπιτώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεσπιτώσει | είχαν ξεσπιτώσει | θα έχουν ξεσπιτώσει | να έχουν ξεσπιτώσει |
|