Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεσπιτώνω < ξε- + σπιτώνω

ξεσπιτώνω

  • βγάζω κάποιον από το σπίτι του, κάνοντας κατάσχεση σε αυτό ή με άλλους τρόπους, διώχνω κάποιον από κάποιον την κατοικία του
    ※  Συμπόνια και λύπη για τη γυναίκα που ξεσπιτώθηκε δυο φορές απ' τους Τούρκους και μια τρίτη απ' τη μητριά των αγοριών της (Ιφιγένεια Θεοδώρου, Η γεύση της ερήμου, εκδ. Πατάκης, 2016)
    ※  Μπορεί να ξεσπιτώθηκε τὸ χωριὸ ἀπό καμμιὰ ληψυδρία γιατὶ ὅπως δείχνει καὶ τὸ ὄνομά του θὰ ὑδρευότανε ἀπὸ πηγάδια ποὺ μπορεῖ κάποτε νὰ στέρεψαν (Λέων Παπακωνσταντίνου, Η Ευβοϊκή Μεσσαπία: χώρος, κάτοικοι, αγώνες, πολιτισμός, 1971, σελ 220)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία