Ετυμολογία

επεξεργασία
σπιτώνω < σπίτι + -ώνω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /spiˈto.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπι‐τώ‐νω

σπιτώνω (παθητική φωνή: σπιτώνομαι)

  1. (κυριολεκτικά, λαϊκότροπο, σπάνιο) παρέχω σε κάποιον σπίτι, για να μένει
     συνώνυμα: στεγάζω
  2. (μεταφορικά, λαϊκότροπο) παρέχω συγκατοίκηση ή εξασφαλίζω χώρο κατοίκησης σε άτομο με το οποίο έχω παράνομη ερωτική σχέση

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία