Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπιτώνω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

σπιτώνω

  1. παρέχω σε κάποιον σπίτι για να μένει
  2. (μεταφορικά) παρέχω συγκατοίκηση σε άτομο με το οποίο έχω παράνομη ερωτική σχέση

Αντώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία