Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σπιτωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Αντώνυμα
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σπιτωμέν
ος
η
σπιτωμέν
η
το
σπιτωμέν
ο
γενική
του
σπιτωμέν
ου
της
σπιτωμέν
ης
του
σπιτωμέν
ου
αιτιατική
τον
σπιτωμέν
ο
τη
σπιτωμέν
η
το
σπιτωμέν
ο
κλητική
σπιτωμέν
ε
σπιτωμέν
η
σπιτωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σπιτωμέν
οι
οι
σπιτωμέν
ες
τα
σπιτωμέν
α
γενική
των
σπιτωμέν
ων
των
σπιτωμέν
ων
των
σπιτωμέν
ων
αιτιατική
τους
σπιτωμέν
ους
τις
σπιτωμέν
ες
τα
σπιτωμέν
α
κλητική
σπιτωμέν
οι
σπιτωμέν
ες
σπιτωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
σπιτωμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
σπιτώνω
Αντώνυμα
επεξεργασία
ασπίτωτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σπιτωμένος
γαλλικά
:
logé
(fr)
,
hébergé
(fr)