ξεσπίτωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεσπίτωμα < ξεσπιτώνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξεσπίτωμα ουδέτερο
- η στέρηση της κατοικίας σε άτομο ή οικογένεια, ο εξαναγκασμός του να απομακρυνθεί από την εστία του
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεσπίτωμα
|