Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεσπίτωμα τα ξεσπιτώματα
      γενική του ξεσπιτώματος των ξεσπιτωμάτων
    αιτιατική το ξεσπίτωμα τα ξεσπιτώματα
     κλητική ξεσπίτωμα ξεσπιτώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεσπίτωμα < ξεσπιτώνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεσπίτωμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία