ξεριζωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεριζωμένος < μετοχή παθ. παρακειμένου του ξεριζώνομαι < ξεριζώνω
Μετοχή
επεξεργασίαξεριζωμένος
- αυτός που έχει ξεριζωθεί από τον τόπο του, ο εκτοπισμένος
- Οι ξεριζωμένοι Πόντιοι, Αρμένιοι
- αυτός που έχει φύγει χρόνια από τον τόπο του ως μετανάστης για οικονομικούς λόγους και εξακολουθεί από ανάγκη να μένει μακριά από τις ρίζες του
- Οι ξεριζωμένοι πρόσφυγες που βρέθηκαν στην Ευρώπη για ένα πιάτο φαϊ
- αυτό που έχει χάσει τις ρίζες του, έχει αποκοπεί από την φυσική του καταγωγή, από τις οικείες συμπεριφορές ή συναισθήματα, που αλλάζει δραστικά
- Ο Ιαβέρης ένιωθε ξεριζωμένος.. φιλόσοφος... οσο κι αν ζητούσε τον εαυτό του, δεν τον έβρισκε πια ("Οι Αθλιοι" του Ουγκό, ο Ξεστρατισμένος Ιαβέρης)
- το φυτό που έχει αποσπαστεί από το χώμα μαζί με τις ρίζες του
- Στα ποδια του Παρθενώνα καλύβες... ιερά μάρμαρα στοιχειωμένα... φυτείες, ξεραμένες, ξεριζωμένες,πυρπολημένες... δακρυσμένες γυναίκες χωρίς ψωμί (La Grèce telle qu’elle est, του Πέρου Μωραϊτίνη, 1877)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ δείτε τη λέξη ξεριζώνω