↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεριζωμένος η ξεριζωμένη το ξεριζωμένο
      γενική του ξεριζωμένου της ξεριζωμένης του ξεριζωμένου
    αιτιατική τον ξεριζωμένο την ξεριζωμένη το ξεριζωμένο
     κλητική ξεριζωμένε ξεριζωμένη ξεριζωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεριζωμένοι οι ξεριζωμένες τα ξεριζωμένα
      γενική των ξεριζωμένων των ξεριζωμένων των ξεριζωμένων
    αιτιατική τους ξεριζωμένους τις ξεριζωμένες τα ξεριζωμένα
     κλητική ξεριζωμένοι ξεριζωμένες ξεριζωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεριζωμένος < μετοχή παθ. παρακειμένου του ξεριζώνομαι < ξεριζώνω

ξεριζωμένος

  1. αυτός που έχει ξεριζωθεί από τον τόπο του, ο εκτοπισμένος
    Οι ξεριζωμένοι Πόντιοι, Αρμένιοι
  2. αυτός που έχει φύγει χρόνια από τον τόπο του ως μετανάστης για οικονομικούς λόγους και εξακολουθεί από ανάγκη να μένει μακριά από τις ρίζες του
    Οι ξεριζωμένοι πρόσφυγες που βρέθηκαν στην Ευρώπη για ένα πιάτο φαϊ
  3. αυτό που έχει χάσει τις ρίζες του, έχει αποκοπεί από την φυσική του καταγωγή, από τις οικείες συμπεριφορές ή συναισθήματα, που αλλάζει δραστικά
    Ο Ιαβέρης ένιωθε ξεριζωμένος.. φιλόσοφος... οσο κι αν ζητούσε τον εαυτό του, δεν τον έβρισκε πια ("Οι Αθλιοι" του Ουγκό, ο Ξεστρατισμένος Ιαβέρης)
  4. το φυτό που έχει αποσπαστεί από το χώμα μαζί με τις ρίζες του
    Στα ποδια του Παρθενώνα καλύβες... ιερά μάρμαρα στοιχειωμένα... φυτείες, ξεραμένες, ξεριζωμένες,πυρπολημένες... δακρυσμένες γυναίκες χωρίς ψωμί (La Grèce telle qu’elle est, του Πέρου Μωραϊτίνη, 1877)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη ξεριζώνω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία