εκρίζωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκρίζωση | οι | εκριζώσεις |
γενική | της | εκρίζωσης* | των | εκριζώσεων |
αιτιατική | την | εκρίζωση | τις | εκριζώσεις |
κλητική | εκρίζωση | εκριζώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκριζώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκρίζωση < ελληνιστική κοινή ἐκρίζωσις < ἐκριζόω / ἐκριζῶ < αρχαία ελληνική ἐκ + ῥίζα
Ουσιαστικό επεξεργασία
εκρίζωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εκριζώνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκρίζωση
|