Δείτε επίσης: ρίζα

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ῥῐζᾰ-
ονομαστική ῥίζ αἱ ῥίζαι
      γενική τῆς ῥίζης τῶν ῥιζῶν
      δοτική τῇ ῥίζ ταῖς ῥίζαις
    αιτιατική τὴν ῥίζᾰν τὰς ῥίζᾱς
     κλητική ! ῥίζ ῥίζαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ῥίζ
γεν-δοτ τοῖν  ῥίζαιν
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ῥίζα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wréh₂ds (ρίζα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ῥίζα θηλυκό

  1. ρίζα
  2. (απαντά κυρίως στον πληθυντικό) οι ρίζες (στον Όμηρο)
  3. οι ρίζες του ματιού
  4. οι ρίζες ή τα θεμέλια της γης
  5. οτιδήποτε φυτρώνει όπως η ρίζα από το κοτσάνι
  6. (μεταφορικά) ρίζα ή αρχή καταγωγής μίας οικογένειας
  7. γένος, γενιά, οικογένεια

  Πηγές επεξεργασία