Ετυμολογία

επεξεργασία
εκριζώνω < ἐκριζ(ῶ) + -ώνω[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.kɾiˈzo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐κρι‐ζώ‐νω

εκριζώνω

  1. βγάζω κάτι από τη ρίζα, κυριολεκτικά αναφέρεται σε φυτό, αλλά χρησιμοποιείται και μεταφορικά - όταν κάποιος προλαμβάνει ένα πρόβλημα, σταματώντας το από τη στιγμή που θα αρχίσει να εκδηλώνεται
    Στη διάρκεια της τριετούς ισχύος του κανονισμού, θα εκριζωθούν 30000 στρεμμ. αμπελώνων
    ό τουρισμός εκριζώνει τά ήθη τών "Ελλήνων άπειλητικώς (Πρακτικά Ακαδημίας Αθηνών, τόμος 51, 1977)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία