Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεριζώνομαι < παθητικός τύπος του ξεριζώνω

ξεριζώνομαι, παθητικό: ξεριζώνομαι, παθητική μετοχή: ξεριζωμένος

  1. (για φυτό) αποσπώμαι από το έδαφος έτσι ώστε να βγουν και οι ρίζες
  2. (μεταφορικά) (για πληθυσμό) απομακρύνομαι με τη βία από την κοιτίδα μου
  3. (μεταφορικά) (για άνθρωπο) ζω μακριά απο τον τόπο του
    Παντρεύτηκε Αμερικάνα και τον χάσαμε, πάει, ξεριζώθηκε

  Μεταφράσεις

επεξεργασία