ξεριζώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεριζώνομαι < παθητικός τύπος του ξεριζώνω
Ρήμα
επεξεργασίαξεριζώνομαι, παθητικό: ξεριζώνομαι, παθητική μετοχή: ξεριζωμένος
- (για φυτό) αποσπώμαι από το έδαφος έτσι ώστε να βγουν και οι ρίζες
- (μεταφορικά) (για πληθυσμό) απομακρύνομαι με τη βία από την κοιτίδα μου
- (μεταφορικά) (για άνθρωπο) ζω μακριά απο τον τόπο του
- Παντρεύτηκε Αμερικάνα και τον χάσαμε, πάει, ξεριζώθηκε
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεριζώνομαι | ξεριζωνόμουν(α) | θα ξεριζώνομαι | να ξεριζώνομαι | ||
β' ενικ. | ξεριζώνεσαι | ξεριζωνόσουν(α) | θα ξεριζώνεσαι | να ξεριζώνεσαι | (ξεριζώνου) | |
γ' ενικ. | ξεριζώνεται | ξεριζωνόταν(ε) | θα ξεριζώνεται | να ξεριζώνεται | ||
α' πληθ. | ξεριζωνόμαστε | ξεριζωνόμαστε ξεριζωνόμασταν |
θα ξεριζωνόμαστε | να ξεριζωνόμαστε | ||
β' πληθ. | ξεριζώνεστε | ξεριζωνόσαστε ξεριζωνόσασταν |
θα ξεριζώνεστε | να ξεριζώνεστε | (ξεριζώνεστε) | |
γ' πληθ. | ξεριζώνονται | ξεριζώνονταν ξεριζωνόντουσαν |
θα ξεριζώνονται | να ξεριζώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεριζώθηκα | θα ξεριζωθώ | να ξεριζωθώ | ξεριζωθεί | ||
β' ενικ. | ξεριζώθηκες | θα ξεριζωθείς | να ξεριζωθείς | ξεριζώσου | ||
γ' ενικ. | ξεριζώθηκε | θα ξεριζωθεί | να ξεριζωθεί | |||
α' πληθ. | ξεριζωθήκαμε | θα ξεριζωθούμε | να ξεριζωθούμε | |||
β' πληθ. | ξεριζωθήκατε | θα ξεριζωθείτε | να ξεριζωθείτε | ξεριζωθείτε | ||
γ' πληθ. | ξεριζώθηκαν ξεριζωθήκαν(ε) |
θα ξεριζωθούν(ε) | να ξεριζωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ξεριζωθεί | είχα ξεριζωθεί | θα έχω ξεριζωθεί | να έχω ξεριζωθεί | ξεριζωμένος | |
β' ενικ. | έχεις ξεριζωθεί | είχες ξεριζωθεί | θα έχεις ξεριζωθεί | να έχεις ξεριζωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ξεριζωθεί | είχε ξεριζωθεί | θα έχει ξεριζωθεί | να έχει ξεριζωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεριζωθεί | είχαμε ξεριζωθεί | θα έχουμε ξεριζωθεί | να έχουμε ξεριζωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ξεριζωθεί | είχατε ξεριζωθεί | θα έχετε ξεριζωθεί | να έχετε ξεριζωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεριζωθεί | είχαν ξεριζωθεί | θα έχουν ξεριζωθεί | να έχουν ξεριζωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ξεριζωμένος - είμαστε, είστε, είναι ξεριζωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ξεριζωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ξεριζωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ξεριζωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ξεριζωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ξεριζωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ξεριζωμένοι |