Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παραστέγασμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
παραστέγασμα
τα
παραστεγάσμα
τ
α
γενική
του
παραστεγάσμα
τ
ος
των
παραστεγασμά
τ
ων
αιτιατική
το
παραστέγασμα
τα
παραστεγάσμα
τ
α
κλητική
παραστέγασμα
παραστεγάσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
παραστέγασμα
<
παραστεγάζω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παραστέγασμα
ουδέτερο
η
μονόριχτη
στέγη
(ή
υπόστεγο
), που είναι
επικλινής
προς την μία
πλευρά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παραστέγασμα