παραστεγάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραστεγάζω < ελληνιστική κοινή παραστεγάζω
Ρήμα
επεξεργασίαπαραστεγάζω (παθητική φωνή: παραστεγάζομαι)
- η στεγάζω με επιπρόσθετη στέγη
Συγγενικά
επεξεργασία- παραστέγασμα
- → δείτε τις λέξεις παρά και στέγη
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παραστεγάζω | παραστέγαζα | θα παραστεγάζω | να παραστεγάζω | παραστεγάζοντας | |
β' ενικ. | παραστεγάζεις | παραστέγαζες | θα παραστεγάζεις | να παραστεγάζεις | παραστέγαζε | |
γ' ενικ. | παραστεγάζει | παραστέγαζε | θα παραστεγάζει | να παραστεγάζει | ||
α' πληθ. | παραστεγάζουμε | παραστεγάζαμε | θα παραστεγάζουμε | να παραστεγάζουμε | ||
β' πληθ. | παραστεγάζετε | παραστεγάζατε | θα παραστεγάζετε | να παραστεγάζετε | παραστεγάζετε | |
γ' πληθ. | παραστεγάζουν(ε) | παραστέγαζαν παραστεγάζαν(ε) |
θα παραστεγάζουν(ε) | να παραστεγάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παραστέγασα | θα παραστεγάσω | να παραστεγάσω | παραστεγάσει | ||
β' ενικ. | παραστέγασες | θα παραστεγάσεις | να παραστεγάσεις | παραστέγασε | ||
γ' ενικ. | παραστέγασε | θα παραστεγάσει | να παραστεγάσει | |||
α' πληθ. | παραστεγάσαμε | θα παραστεγάσουμε | να παραστεγάσουμε | |||
β' πληθ. | παραστεγάσατε | θα παραστεγάσετε | να παραστεγάσετε | παραστεγάστε | ||
γ' πληθ. | παραστέγασαν παραστεγάσαν(ε) |
θα παραστεγάσουν(ε) | να παραστεγάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παραστεγάσει | είχα παραστεγάσει | θα έχω παραστεγάσει | να έχω παραστεγάσει | ||
β' ενικ. | έχεις παραστεγάσει | είχες παραστεγάσει | θα έχεις παραστεγάσει | να έχεις παραστεγάσει | ||
γ' ενικ. | έχει παραστεγάσει | είχε παραστεγάσει | θα έχει παραστεγάσει | να έχει παραστεγάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παραστεγάσει | είχαμε παραστεγάσει | θα έχουμε παραστεγάσει | να έχουμε παραστεγάσει | ||
β' πληθ. | έχετε παραστεγάσει | είχατε παραστεγάσει | θα έχετε παραστεγάσει | να έχετε παραστεγάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν παραστεγάσει | είχαν παραστεγάσει | θα έχουν παραστεγάσει | να έχουν παραστεγάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία παραστεγάζω
|