↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συστέγαση οι συστεγάσεις
      γενική της συστέγασης* των συστεγάσεων
    αιτιατική τη συστέγαση τις συστεγάσεις
     κλητική συστέγαση συστεγάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συστεγάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συστέγαση < συστεγάζομαι + -ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συστέγαση θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία