Ετυμολογία

επεξεργασία
συστεγάζομαι < αρχαία ελληνική συστεγάζομαι, παθητική φωνή του ρήματος συστεγάζω < στεγάζω < στέγη

συστεγάζομαι

  1. (κυριολεκτικά) βρίσκομαι κάτω από την ίδια στέγη με άλλους, στο ίδιο κτήριο
  2. (μεταφορικά) πρόσκειμαι σε ομάδα, κόμμα κ.λπ., καλύπτομαι από τις ιδέες τους, τις απόψεις τους κ.τ.ό.

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία