↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συστεγαζόμενος η συστεγαζόμενη το συστεγαζόμενο
      γενική του συστεγαζόμενου της συστεγαζόμενης του συστεγαζόμενου
    αιτιατική τον συστεγαζόμενο τη συστεγαζόμενη το συστεγαζόμενο
     κλητική συστεγαζόμενε συστεγαζόμενη συστεγαζόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συστεγαζόμενοι οι συστεγαζόμενες τα συστεγαζόμενα
      γενική των συστεγαζόμενων των συστεγαζόμενων των συστεγαζόμενων
    αιτιατική τους συστεγαζόμενους τις συστεγαζόμενες τα συστεγαζόμενα
     κλητική συστεγαζόμενοι συστεγαζόμενες συστεγαζόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

συστεγαζόμενος




  Μεταφράσεις

επεξεργασία