συστεγαζόμενων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίασυστεγαζόμενων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του συστεγαζόμενος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του συστεγαζόμενος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του συστεγαζόμενος